Ποίημα της μαθήτριας της Ε΄τάξης, Μπάτσαλα Αικατερίνης
Στο σχολείο τα μεγάλα παιδάκια
το παίζουν παλικαράκια.
Είναι ντερέκια
και κάνουν ότι κρατάνε ντουφέκια.
Πάνε στα μικρά παιδιά
και τους φωνάζουν δυνατά:
«Ακούστε καλά,
μη σας σουβλίσω σαν αρνιά.
Είμαστε δυνατοί
κι εσείς πολύ μικροί».
Τότε, τα μικρά παιδάκια,
τρέμουν σαν τα κατσικάκια.
Αρχίζουνε και κλαίνε,
χωρίς σε κανέναν να το λένε.
Είναι στεναχωρημένα,
κατσούφικα και λυπημένα.
Πρέπει όμως αυτό ν’ αλλάξει
και να είναι όλα εντάξει!!!
Ποίημα της μαθήτριας της Ε΄ τάξης, Σταμάτη Θωμαής
Ένα παιδί φτωχό
Χθες είδα εγώ ένα
παιδί πολύ μικρό
να κάθεται μονάχο του
να είναι σκυθρωπό.
Εγώ το πλησίασα
το ρώτησα γλυκά
τι είχε και μου απάντησε
πολύ λυπητερά.
Μου είπε είμαι μόνος μου
και θα ήθελα πολύ
να ερχόταν κάποιος δίπλα μου
να μου έδινε στοργή.
Μετά από πολύ καιρό
που τον είδα ξανά
ήταν ακόμα εκεί παιδιά
και γέρος τώρα πια.
Στο τέλος αφού πέρασαν
τα κρύα και τα χιόνια
έφυγε τώρα πια από ?κει
θλιμμένος τώρα χρόνια.
Γράφει ο μαθητής της Γ΄τάξης Μπιλιούρης Εμμανουήλ
Λίγα λόγια για το origami
Το origami , η ιαπωνική χαρτοδιπλωτική , κάνει δυνατή την κατασκευή ενός αντικείμενου χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι χαρτί.
Έχει τις ρίζες της στην Κίνα, όπου εφευρέθηκε το χαρτί περίπου το 100 μ.Χ. Τον 6ο αιώνα , βουδιστές μοναχοί μετέφεραν τις γνώσεις αυτές στην Ιαπωνία , όπου , γύρω στο 790 μ.Χ., έχουμε τα πρώτα δείγματα origami .
Στο origami διπλώνω (αφού oru σημαίνει διπλώνω ) , στο kirigami κόβω (αφού kiru σημαίνει κόβω ) και στο storygami αφηγούμαστε μια ιστορία ταυτόχρονα με τα διπλώματα που κάνουμε .
Το origami βασίζεται στην αρμονία , την τελειότητα και την ακρίβεια .
ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗΣ
Μια μέρα άσπρη ξέξασπρη
που εγώ δεν είχα μία
με τον Ρουμποκομπολογή
φύγαμε για Ρουμπία.
Στον κήπο όταν ετάιζε
μια πάπια μα ποια πάπια
του παπά μας του παχύ
τη φακή κατάπια.
Να τρέξει πήγε πίσω μου
μα κάτω κουβαριάστηκε
της καρέκλας το ποδάρι
ξεκαρεκλοποδιαριάστηκε.
Ανέβηκα στη Τζιτζιριά
για να φωνάξω «κούι»
μα ο Τζιτζιμιτζιχότζιρας
ποτέ του δεν ακούει.
Όλου του κόσμου η Βαβέλ
σα γλωσσοδέτης μοιάζει
κι αν γλώσσεψες τη μπέρδα σου
κανέναν δεν τον νοιάζει.
Γράφει ο μαθητής της Β΄τάξης Βασιλειάδης Κων/νος…
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
Άψυχο ψυχή δεν έχει, και στον ουρανό πηγαίνει.
Απάντηση ο καπνός
Ίσιο είναι σαν κερί, κι η φωνή του βροντερή.
Απάντηση το ντουφέκι
Πίσω απ’ άσπρο φράχτη κόκκινο σκυλί γαβγίζει.
Τι είναι;
Απάντηση η γλώσσα και τα δόντια
Κολοκύθι επτάτρυπο, κάθε τρύπα κι όνομα.
Τι είναι;
Απάντηση το κεφάλι
Την ημέρα στολισμένο και τη νύχτα φορτωμένο.
Τι είναι;
Απάντηση το κρεβάτι
Όποιοι έρχονται και πάνε,
απ’ το χέρι την κρατάνε.
Τι είναι;
Απάντηση η πόρτα
Κάθεται χοντρούλα Ξένια
η κοιλιά της ειν’ ξυλένια
και η ζώνη σιδερένια.
Τι είναι;
Απάντηση το βαρέλι
Δε γαβγίζει, δε δαγκώνει
μα στο σπίτι δεν αφήνει.
Τι είναι;
Απάντηση η κλειδαριά
Τον έναν άνθρωπο, τον κάνει δυο.
Τι είναι;
Απάντηση ο καθρέπτης
Ανεβαίνει, κατεβαίνει, κι ο γιατρός μας μπαίνει βγαίνει.
Τι είναι;
Απάντηση το θερμόμετρο
Μπαίνει μες από το τζάμι, χωρίς να το σπάει.
Τι είναι;
Απάντηση το φως
Εκκλησιά θολωτή, μια κολώνα την κρατεί.
Τι είναι;
Απάντηση η ομπρέλα
Θα είναι αύριο, και ήταν χθες.
Τι είναι;
Απάντηση το σήμερα
Τ’ ακούει όλα, αλλά δεν μπορεί να πει τίποτε.
Τι είναι;
Απάντηση το αυτί
ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΕΣ
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη,
στην πιρνολινοκούκουδη,
να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα,
κι ήρθε ο λύκος
ο πήλινος, ο δήλινος,
ο πιρνολινοκούκουδος,
να μου φάει την όρνιθα
την πήλινη, τη δήλινη,
την πιρνολινοκούκουδη
που κάνει τ’ αυγά
τα πήλινα, τα δήλινα,
τα πιρνολινοκούκουδα.
Είχαμε μια συκιά ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
κι έκανε σύκα ορτά,
και βερικοκυκλωτά,
και πάει ο σκύλο ο ορτός,
ο βερικοκυκλωτός,
να φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Πάω να βρω μια βέργα ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
να δείρω το σκύλο τον ορτό,
το βερικοκυκλωτό,
μη φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Η συκιά μας η διπλή,
η διπλογυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Πάει ο σκύλος ο διπλός,
ο διπλογυρι-γυριστός,
να φάει τα σύκα τα διπλά,
τα διπλογυρι-γυριστά.
Ο βαρκάρης με την βάρκα
Έκανε βαρκάδα με μια βάρκα.
Αλλά έμπασε νερό η βάρκα,
και του βράχηκε η βράκα.
Με την βάρκα του βρεγμένη,
και την βράκα μουσκεμένη.
Ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχει,
ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Πάω στη Μεντενιά , τη Σεντενιά , τη Σεντεπεντεκουδουνιά , να κόψω μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα .
Και μου λέγει η Μεντενιά , η Σεντενιά, η Σεντεπεντεκουδουνιά:
<<Ποιος είναι αυτός που θέλει μέντενα , σέντενα , σεντεπεντεκούδουνα;>>
Τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα.
Τρεις έντεκα , τρεις δώδεκα ,
τρεις δεκαπέντε κι έντεκα
κι εφτά κι οχτώ και δεκαοχτώ
και πέντε κι έξι και μισό
κι ένα και δύο κι ενάμισι
και πε μου πόσα κάνουν.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα αγαπάει και το νοικοκύρη.
(Τελικά ανακαλύπτεται ο ψεύτης, ο κλέφτης. Κάποτε πιάνεται.)
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι. Γέλασε ακόμα κι εκείνος που είναι για γέλια.
Δυο καρπούζια δε χωρούν σε μια αμασχάλη. Ο υπερβολικός φόρτος δεν υποφέρεται.
Εκεί που δε σε σπέρνουν να μη φυτρώνεις. Μην ανακατεύεσαι όπου δε σου ζητούν βοήθεια.
Έκανε μια τρύπα στο νερό. Δεν κατάφερε τίποτα.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Ο όμοιος κατηγόρησε τον όμοιο.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει.
Η τιμή στον άνθρωπο είναι καλό που δεν μπορεί να λογαριάσεις την αξία της, κι όποιος την έχει είναι ευτυχισμένος.
Η φτήνια τρώει τον παρά.
Γίνεται μεγάλη κατανάλωση κι από εκεί το κέρδος.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Για όσους παραπαινεύουν τον εαυτό τους, χωρίς να δείχνουν και την αξία τους στους τρίτους.
Κάλιο αργά, παρά ποτέ.
Για παραμελημένη δουλειά.
Καθαρός ουρανός αστραπή δε φοβάται.
Αν δεν έχεις κάνει κάτι κακό, δεν κινδυνεύεις.
Κάθε καρυδιάς καρύδι μαζεύτηκε εδώ.
Όλων των ειδών άνθρωποι εδώ μαζεύτηκαν.
Κάθε μέρα δεν είναι γιορτή (ή σχόλη)
Δεν πρέπει να θεωρούνται οι εργάσιμες ημέρες σαν αργίες.
Κάθε πέρσι και καλύτερα.
Όταν δεν πάνε καλά οι χρονιές.
Και στην πλάτη έχει μάτια.
Τα καταλαβαίνει όλα, είναι έξυπνος.
Και η πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο.
Χωρίς χάσιμο και μόνο κέρδος.
Κάνε υπομονή, χρονιά είναι και θα περάσει.
Στις χρονιές που έχουν δυστυχία από το κακό εισόδημα κυρίως.
Λύνει και δένει.
Έχει πολλή δύναμη, κοινωνική, επαγγελματική κ.λ.π.
Λέγε την αλήθεια, να? χεις το Θεό βοήθεια.
Όταν λες την αλήθεια, δε φοβάσαι τίποτα.
Μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά.
Την παθαίνουν όλοι σαν συμβεί ένα κακό από έναν.
Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο.
Κάνουν γενναιοδωρία με ξένα πράγματα.
Να? ταν τα νιάτα δυο φορές.
Τα νιάτα έχουν χάρη.
Να μην ξέρει το ένα χέρι τι δίνει τ?άλλο.
Σιωπή για την ελεημοσύνη που δίνεις.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Κατανοητό, γιατί όποιος στερείται δεν έχει διάθεση για τίποτα.
Ξύνει τα νύχια του για καβγά.
Ψάχνει για αφορμή να μαλώσει.
Ο κόσμος το? χει τύμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
Το ξέρουν όλοι κι εμείς το κρατάμε μυστικό.
Ο καλός ο μύλος τ? αλέθει όλα.
Κυρίως λέγεται για όσους παρατρώνε ή τρώνε ό,τι βρουν.
Παπούτσι από το τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο.
Διότι είναι γνωστοί οι άνθρωποι του τόπου σου, αλλά και ταιριάζει ο τρόπος ζωής.
Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι.
Σύμφωνα με το φίλο σου είσαι και συ, καλός ή κακός.
Πάρε τον ένα, χτύπα τον στον άλλον.
Ίδιοι και κακοί ή ανάξιοι.
Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
Άσκοπη απασχόληση με τιποτένιο αποτέλεσμα.
Ρίχ? τα στο γιαλό.
Ξέχασέ τα, και το καλό που έκανες και το κακό που σου έκαναν.
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Στους πεισματάρηδες και ξεροκέφαλους πες ό,τι θέλεις, αυτοί δεν ακούνε.
Στραβός βελόνι γύρευε μέσα στον αχυρώνα.
Αδύνατο να βρεθεί κάτι πεσμένο μέσα σε πάρα πολλά πράγματα.
Σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Αντίθεση σε ουσία και χρώμα.
Το γύρευε στον ουρανό, στη γη το βρήκε.
Το καλό που δεν το περίμενες.
Το αίμα νερό δε γίνεται και αν γενεί δεν πίνεται.
Η στενή συγγένεια πάντοτε συγκινεί, ό,τι κι αν συμβεί.
Τρεις κι ο κούκος.
Πολύ λίγοι άνθρωποι συγκεντρωμένοι.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το πείσμα κι ο θυμός κάνουν πολύ μεγάλο κακό.
Τι είχα τι έχασα.
Διακινδυνεύεις κάτι χωρίς να το λογαριάζεις.
Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
Αν ήξερα ή σκεπτόμουν, πολλά θα κέρδιζα.
Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι.
Το καλό έρχεται με την οικονομία και με το λίγο-λίγο.
Σταλαγματιά, σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά.
Κουκί, κουκί γεμίζει ο κόσμος το σακί.
Ώρες ώρες δεν ξέρεις τι λες.
Κάποτε χάνεις τη λογική του.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Αρχίζει η Άνοιξη, ανθίζει πρώτη η αμυγδαλιά.
Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Κάνει απροσδόκητα κρύο.
Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
Σαν βρέξει ο Μάρτης μια φορά, κι ο Απρίλης άλλη μια, θα δεις καρβέλια στρογγυλά και πίτες και ψωμιά.
Αύγουστε καλέ μήνα να?σουν δυο φορές το χρόνο.
Κάθε πράγμα στο καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρά καλάθια .
Όπου ακούς πολλές υποσχέσεις ,μην περιμένεις και πολλά πράγματα.
Οι πολλές γνώμες βουλιάζουν το καράβι.
Όταν υπάρχει ασυνεννοησία σε κρίσιμη στιγμή,η καταστροφή είναι βέβαιη.
Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες.
Αν και μεγάλωσες, το μυαλό σου και οι πράξεις σου παραμένουν παιδικές.
Απ? το ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ? τ? αγκάθι ρόδο.
Τα παιδιά μερικές φορές δε μοιάζουν στους γονείς τους, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικά απ? αυτούς.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Εύκολα ξεκίνησες κάτι, αλλά περίμενε πρώτα να φτάσεις στο τέλος. Ίσως αργότερα συναντήσεις δυσκολίες.
Έχασε τα? αυγά και τα καλάθια (ή τα πασχάλια του)
Αισθάνεται μπερδεμένος. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.
Ποιος έχασε την τύχη του να την έβρω? γω;
Το λέει με παράπονο αυτός που πάντα είναι άτυχος στη ζωή του.
Το γρήγορο και το καλό,ποτέ δεν πάνε μαζί τα δυο.
Η υπερβολική βιασύνη, συνήθως δε φέρνει καλά αποτελέσματα.
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δε το καλοψήνει.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Ό,τι κάνεις, θα? βρεις (κι ένα παραπάνω)
Για ό,τι κακό κάνεις τώρα, σίγουρα θα τιμωρηθείς κάποτε.
Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις.
Ό,τι πεις θα το λουστείς.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Γίνεται θόρυβος για κάποιο ζήτημα, ενώ στην πραγματικότητα το θέμα βρίσκεται αλλού.
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Έχουν ταιριάξει τόσο πολύ, ώστε είναι αχώριστοι φίλοι .
Καπνός χωρίς φωτιά δε γίνεται.
Για ό,τι συμβαίνει, υπάρχει πάντα η αιτία.
Όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά.
Δυο γάιδαροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
Λέγεται όταν δυο άτομα διεκδικούν κάτι ξένο.
Πότε ο Γιάννος δεν μπορεί, πότε η μέση του πονεί.
Όλο βρίσκει δικαιολογίες για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του.
Του? βαλε τα δυο πόδια σ? ένα παπούτσι.
Τον υποχρέωσε, θέλοντας και μη, να κάνει κάτι.
Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω.
Αφού μπλέχτηκα στην υπόθεση, πρέπει να τα βγάλω πέρα.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Κάτι ύποπτο κρύβεται στη συμπεριφορά του.
Τάζει λαγούς με πετραχήλια.
Για να πετύχει το σκοπό του τάζει τα πιο απίθανα πράγματα, που τελικά δεν πραγματοποιούνται.
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Το λέμε για τον ανισόρροπο άνθρωπο.
Πολύ κακό για το τίποτε.
Γίνεται πολύς θόρυβος για κάτι ασήμαντο.
Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ? όνομα.
Φρόντισε , όχι μόνο να είσαι καλός, αλλά και η φήμη σου να είναι καλή.
Τρέχει και δε φτάνει.
Είναι πολυάσχολος, όλο βιάζεται.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού.
Έχασε την ευκαιρία μέσα από τα χέρια του, χωρίς να το περιμένει.
Έχει λερωμένη τη φωλιά του.
Η συμπεριφορά του δείχνει ότι έχει κάνει κάτι κακό και κρύβεται.
Τα μυαλά του είναι πάνω από το κεφάλι.
Το λέμε για τον ελαφρόμυαλο και το φαντασμένο.
Πήραν τα μυαλά του αέρα.
Πήρε ψηλά το αμανέ.
Το καβάλησε το καλάμι.
Έπεσε από τα σύννεφα.
Λέγεται για δυσάρεστη έκπληξη.
Του? ρθε ταμπλάς.
Μ? αυτό το πλευρό να κοιμάσαι.
Μην είσαι τόσο βέβαιος. Οι επιθυμίες σου δεν πρόκειται να εκπληρωθούν.
Σπίτι μου, σπιτάκι μου, σπιτοκαλυβάκι μου.
Μόνο στο σπίτι σου, όσο μικρό κι αν είναι, νιώθεις άνετα, ήρεμα.
Κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Το λέμε σε περίπτωση ολοκληρωτικής καταστροφής.
Τραβάτε με κι ας κλαίω (κι ας λέω πως δε θέλω)
Κάνω πως δε θέλω αλλά στην πραγματικότητα θέλω.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Βρίσκεται σε απελπιστική θέση, δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση, είναι σε δίλημμα.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Μη λες πολλά, χωρίς να λες τίποτε περισσότερο.
Δε με χωρά ο τόπος.
Έχω τόσο μεγάλη ανησυχία, που δεν μπορώ να σταθώ κάπου.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει.
Μην κυνηγάς τα πολλά κι αβέβαια, να αρκείσαι στα λίγα και τα σίγουρα.
Όποιος πάει για πολλά χάνει και τα λίγα.
Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Οι τίμιες και σωστές συναλλαγές δεν καταστρέφουν τις φιλίες.
Τρώγεται με τα ρούχα του.
Λέγεται για τον γκρινιάρη.
Κάθεται σ? αναμμένα κάρβουνα.
Ανησυχεί υπερβολικά, δεν μπορεί να ηρεμήσει.
Μπρος στα κάλλη τι? ναι ο πόνος.
Για την ομορφιά αψηφούμε τους πόνους.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
Όταν μιλάς απερίσκεπτα, μπορεί να κάνεις μεγάλο κακό.
Πριν μιλήσεις βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Αυτός που έκανε κάτι κακό υποψιάζεται τους άλλους ότι θα του κάνουν τα ίδια.
Και του πουλιού το γάλα.
Το λέμε για να τονίσουμε την υπερβολική αφθονία.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κράτησες.
Καλύτερα διδάσκεις με τις πράξεις σου παρά με τα λόγια σου.
Φωνάζει ο κλέφτης, να φύγει ο νοικοκύρης.
Έχει άδικο και προσπαθεί με φωνές να επιβληθεί.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή.
Λέγεται γι? αυτόν που είναι σε όλα μέσα.
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Η απομάκρυνση φέρνει τη λησμονιά.
Θα σε χορέψω στο ταψί.
Το λέμε σαν απειλή ότι θα βασανίσουμε κάποιον
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
Οι σοκολάτες
Η μητέρα στα δύο μικρά της παιδιά που παίζουν:
– Για πείτε μου, πάνω στον μπουφέ υπήρχαν δύο σοκολάτες. Γιατί έμεινε μόνο μία;
– Έμεινε μία γιατί δεν την είδαμε!
Δεν πέρασα…
Μπαμπά είσαι πολύ τυχερός! Κέρδισες 20 χιλιάδες.
-Α, ωραία! Αλλά πως;
-Να, θυμάσαι που μου είπες πως αν περνούσα τη τάξη θα μου έδινες 20 χιλιάδες;
Ε, λοιπόν δεν την πέρασα!
Μεγάλα χέρια
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη:
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου, και πάρω άλλα 30 τι θα έχω;
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε!
Ο νόμος της βαρύτητας
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένοι ανάποδα;
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;
Απελπισία δασκάλας
Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία, η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του:
– Είναι πολύ άτακτος! της λέει, δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη!
Κι η μητέρα:
Α, για να σας πω! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές, σας πήρα να σας κάνω παράπονα;
Το παγόνι
Ο Τασούλης με το μπαμπά του στο ζωολογικό κήπο, βλέποντας ένα παγόνι:
-Μπαμπά, μπαμπά!! Κοίτα!!! Η κότα άνθισε!!
Το πιάνο
Ζήτησαν από ένα πιτσιρίκο να περιγράψει το πιάνο.
«Ένα πιάνο, είναι ένα χοντρό ζώο με ολόμαυρο δέρμα και τέσσερα πόδια.
Έχει ένα μεγάλο στόμα γιομάτο δόντια.
Όταν του ανοίγουν το στόμα και του χτυπούν τα δόντια, φωνάζει».
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ
Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού
Μια φορά και έναν καιρό
συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού:
«Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;»
«Ξέρω», της λέει. «Εσύ;»
«Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…»
Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού.
«Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα.
«Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος.
Έρχεται τ’ αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε…
Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια.
Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας.
«Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!».
«Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!».
«Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί».
Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!..
Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο.
Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.
Το Καλάμι κι η Ελιά
Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμι.
Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά που
κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια,
έγερναν από το βάρος του καρπού.
Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.
Η ελιά καυχιόταν ολοένα:
-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι
Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν
γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται,
τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή
και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σ’ όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.
Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τα’ άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.
Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος,
που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος την ξερίζωσε.
Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε,
προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει.
Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει,
η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε
πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.
Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν’ αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.
Ο γέρος και τα τρία αδέλφια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και κάθησαν σε μια βρύση κοντά να φάνει και να ξεκουραστούνε.
Εκεί που έτρωγαν , βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:
-Ώρα καλή παλληκάρια!
-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :
– Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε. Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού.
-Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;
-Θα ήθελα , του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου.
-Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;
-Θα του έδινα , λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα , ό,τι ήθελε.
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.
Σηκώθηκε το παιδί , μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί. Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο.
Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο :
-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου , να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;
-Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου , είπε το παιδί.
-Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού;
-Θα δίνω , του λέει.
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. Και το παιδί αυτό , απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά, γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.
Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν.
Λέει ο γέρος του παιδιού :
– Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;
-Εγώ παππούλη θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι.
-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;
-Θα δίνω.
Ταπ ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι, πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.
Ο γέρος έφυγε , πήγε στη δουλειά του.
Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε , κοιτάζει για ελιές, βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα
Κει που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει :
-Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν ! Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα. Γι αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα . Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου !
Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος….
Ο ποντικός κι ο βάτραχος
Μια φορά και έναν καιρό,
ένας ποντικός είπε σ’ ένα βάτραχο να κάμουνε φίλια.
Ο βάτραχος δέχτηκε, αλλά σκέφτηκε να γελάσει με τον ποντικό,
και του ?πε να δεθούνε κι οι δυο μ’ ένα βούρλο από τα ποδάρια.
Δέχτηκε ο ποντικός και δεθήκανε.
Περπατούσανε μαζί σα φίλοι, μα σε μια στιγμή, καθώς περνούσανε
πάνω από μία λίμνη, ο βάτραχος πήδησε ξαφνικά στο νερό,
για να συνεπάρει και τον ποντικό και να γελάσει με το πάθημα του.
O ποντικός δεν ήξερε να κολυμπάει και πνίγηκε.
Ετουμπάνιασε κι ανέβηκε στο νερό.
Τον είδε από ψηλά ένα γεράκι που πέρναγε, και βούτηξε να τον πάρει.
O βάτραχος όμως, που ήταν δεμένος μαζί του,
σηκώθηκε κι αυτός στον αέρα κι έγινε κι αυτός καλός μεζές στο γεράκι.
Ποιος του είπε να σκεφτεί κακό για το σύντροφό του;
Το χρυσόψαρο (λαϊκό παραμύθι)
Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι
και ψάρι δεν έπιανε.
Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του:
«Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει!
Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει:
«Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
– Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ‘ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή.
Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
– Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
– Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
«Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
«Τι καλό θέλεις να σου κάμω;»
κι αυτός εζήτησε παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και
να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές,
άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του.
Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει;
Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.